σκάφης

σκάφης
σκάφη
trough
fem gen sg (attic epic ionic)
σκάπτω
dig
aor ind pass 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαφῆς — σκαφεύς digger masc nom pl σκαφεύς digger masc nom/voc pl σκαφή digging fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] …   Dictionary of Greek

  • νεοσκαφής — ές (Α νεοσκαφής, ές) νεόσκαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σκαφής (< σκάπτω), πρβλ. βαθυ σκαφής] …   Dictionary of Greek

  • πεδοσκαφής — ές, ΜΑ 1. αυτός που σκάβει το έδαφος 2. παθ. ο σκαμμένος στη γη· [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφον» + σκαφής (< σκάφος < σκάπτω), πρβλ. νεο σκαφής] …   Dictionary of Greek

  • σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • σκαφοειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «σκαφοειδές οστό» ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά τού πρώτου… …   Dictionary of Greek

  • απόξυσμα — το (Α ἀπόξεσμα) [αποξύω] το απόξεσμα* μσν. νεοελλ. τα υπολείμματα της ζύμης στα τοιχώματα της σκάφης …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκαφής — βαθυσκαφἠς ( οῡς), ές (Α) βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῑ κόνει», Σοφ. «βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «τό σκάψιμο» < σκάπτω] …   Dictionary of Greek

  • καρδοπείον — καρδοπεῑον, τὸ (Α) [κάρδοπος] 1. το σκέπασμα τής σκάφης 2. φίμωτρο …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”